- ναρθηκοπλήρωτος
- ναρθηκο-πλήρωτος, ον,A filling the hollow of the
νάρθηξ, πυρὸς πηγή A.Pr.109
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νάρθηξ, πυρὸς πηγή A.Pr.109
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρθηκοπλήρωτος — ναρθηκοπλήρωτος, ον (Α) αυτός που τοποθετείται στο κοίλο του στελέχους τού φυτού νάρθηξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρθηξ, ηκος + πλήρωτος (< πληρῶ), πρβλ. α πλήρωτος, εν πλήρωτος] … Dictionary of Greek
ναρθηκοπλήρωτον — ναρθηκοπλήρωτος filling the hollow of the masc/fem acc sg ναρθηκοπλήρωτος filling the hollow of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek